Το
μάθημα
Συνέβηκε χρόνια πριν σε μια από εκείνες τις κρύες μέρες του Δεκεμβρίου που κάνουν τους ανθρώπους να εύχονται να είχαν ψωνίσει τον Ιούλιο. Άνεμοι με νιφάδες χιονιού μαστίγωναν μέσα στους δρόμους. Κουλουριασμένος πάνω σ’ ένα’ παγκάκι του δρόμου καθόταν ένας αξύριστος άντρας. Φορούσε ένα ξεραμένο μπουφάν και παπούτσια χωρίς κάλτσες. Είχε τυλίξει μια χαρτοσακούλα γύρω από το λαιμό του για να κρατήσει έξω τον άνεμο που δάγκωνε τα κόκαλα.
Μια περαστική γυναίκα σταμάτησε, λυπημένη από τον άνθρωπο. “Τι κρίμα”, είπε. Όμως δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει. Ενώ ή γυναίκα αδρανούσε, ένα μικρό κοριτσάκι, έντεκα ή δώδεκα χρονών, περπατούσε δίπλα και είδε τον παγωμένο άνθρωπο στο παγκάκι. Τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του κοριτσιού ήταν ένα ανοιχτό κόκκινο μάλλινο κασκόλ. Σταμάτησε δίπλα στον άνθρωπο, ξετύλιξε το κόκκινο κασκόλ της και το έντυσε τρυφερά γύρω από το λαιμό του. Ο άνθρωπος έτριψε το ζεστό μαλλί.
Η γυναίκα σύρθηκε φεύγοντας μακριά, ευχόμενη να ήταν αυτή που είχε δώσει το κασκόλ.
Εγώ ήμουν αυτή η γυναίκα και ο Θεός μου δίδαξε κάτι εκείνη τη μέρα. Όπου κι αν είμαι, ότι κι αν κατέχω, υπάρχει πάντα κάτι που μπορώ να δώσω--ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο, μια προσευχή, έναν ευγενικό λόγο, ακόμα κι ένα κόκκινο κασκόλ.