Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Οι μαθητές της ΣΤ΄ τάξης γράφουν το δικό τους παραμύθι!

Τα παραμύθια είναι αγαπητά στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Τα παραμύθια ανταποκρίνονται στις βαθύτατες ανησυχίες, φόβους, απωθημένα και επιθυμίες του παιδιού. Γι αυτό είναι διαχρονικά. Γιατί βοηθούν τα παιδιά να ξεπεράσουν τους μύχιους φόβους τους, να παρηγορηθούν και να επιστρατεύσουν δυνάμεις για τον αγώνα της ενηλικίωσης και της ζωής. Γι αυτό στο τέλος "ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα". Επειδή το παραμύθι είναι παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά και ανακούφιση.

Βέβαια είναι άλλο να διαβάζει το παιδί ένα παραμύθι και άλλο να το επινοεί και να το δημιουργεί το ίδιο. Ο στόχος μας είναι διπλός. Από τη μία να ευαισθητοποιήσουμε το παιδί για το υπό διαπραγμάτευση θέμα και από την άλλη να οδηγηθεί με τις υποδείξεις του εκπαιδευτικού να φτιάξει το δικό του παραμύθι που θα το εκφράζει και θα εμπεριέχει τις δικές του αλήθειες.

Στα πλαίσια λοιπόν του προγράμματος της Helmepa  "Προστατεύω τις θάλασσες και τις ακτές" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Στ΄ τάξης του σχολείου μας επιδώθηκαν στη συγγραφή ενός παραμυθιού το οποίο εμπλούτισαν και με ζωγραφιές τους και του έδωσαν τον τίτλο "Το μικρό χταποδάκι". Σας το παραθέτουμε παρακάτω για να το απολαύσετε όπως το απολαύσαμε κι εμείς.


Ο Ρούλης το μικρό χταποδάκι.

Ήταν μία πολύ όμορφη ανοιξιάτικη μέρα και το μικρό χταποδάκι ο Ρούλης ξεκίνησε για το σχολείο. Χαιρέτησε τη μητέρα του και κολύμπησε γρήγορα γιατί είχε αργήσει. Καθώς διέσχιζε το βυθό σκέφτηκε ότι οι συμμαθητές του θα ήταν ήδη στην τάξη και πάλι θα τον κορόιδευαν που θα έφτανε καθυστερημένος. Πάνω που σκεφτόταν όλα αυτά του ήρθε ξαφνικά η ιδέα να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο, σκοτεινό βέβαια και πιο επικίνδυνο όπως έλεγαν οι μεγάλοι, αλλά σίγουρα πιο σύντομο.

 

 

--«Θα πάω από δω», είπε αποφασιστικά και κινήθηκε προς τον σκοτεινό δρόμο. Δεν πρόλαβε να κάνει δύο-τρεις απλωτές και το ένα από τα οχτώ ποδαράκια του πιάστηκε σε κάτι αιχμηρό.

--«Ω! Θεέ μου», βόγκηξε ο Ρούλης το χταποδάκι, «το ποδαράκι μου».

Γύρισε το βλέμμα κατά κει που πιάστηκε το ποδαράκι του και τι να δει; Ένα κονσερβοκούτι σκάλωσε στο μικρό ποδαράκι του. Με την παραμικρή κίνηση πονούσε πολύ και ξεσκίζονταν οι μικρές βεντουζίτσες του. Κάθισε κατάχαμα στην άμμο και προσπαθούσε να μην κουνιέται. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Η ώρα περνούσε... Τώρα θα κόντευε να τελειώσει το μάθημα στο σχολείο και οι συμμαθητές του θα γυρνούσαν στα σπίτια τους. Θα τον αναζητήσει άραγε κανείς; Θα ψάξουν να τον βρουν; Θα τον προλάβουν; Κι αν περάσει κάποιο από εκείνα τα μεγάλα ψάρια και τον κατασπαράξουν; Η δύστυχη μανούλα του, ο πατέρας του, τα αδερφάκια του πόσο θα λυπηθούν; Από την εξάντληση κουλουριάστηκε στο βυθό και κοιμήθηκε.

Πραγματικά η ώρα είχε περάσει. Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους και ο μικρός Ρούλης δε φάνηκε ακόμα στο σπίτι του. Η μαμά του άρχισε να ανησυχεί. Βγήκε από το θαλάμι της κολύμπησε προς τις τρύπες των φίλων του παιδιού της. Όλοι της έλεγαν το ίδιο πράγμα:

--«Δεν ήρθε ο Ρούλης στο σχολείο σήμερα».

Η κ. χταπόδι πανικοβλήθηκε. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γύρισε σπίτι, ειδοποίησε, τον άντρα της, τους φίλους και τους συγγενείς τους και αποφάσισαν να τον ψάξουν.

--«Κάνε θεέ μου να μην πιάστηκε σε δίχτυα ψαράδων».

--«Κάνε θεέ μου να μην τον έφαγε κάποιο μεγάλο ψάρι».

Χωρίστηκαν σε ομάδες.

--«Εσείς δεξιά, εσείς αριστερά, εμείς από δω».

Αυτή και ο άντρας της αποφάσισαν να κολυμπήσουν στο σκοτεινό μέρος. Είχαν απαγορέψει στα παιδιά τους να πηγαίνουν από εκεί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πώς σκέφτονται τα παιδιά. Η μητέρα του έκλαιγε.

--«Μην κλαις», της είπε ο άντρας της. Θα τον βρούμε, ενώ κι ο ίδιος ήταν απογοητευμένος.

--«Ρούλη, Ρούλη» φώναζαν όλοι.

--«Ρούλη, Ρούλη είσαι εδώ;» φώναξε και η μητέρα του απαρηγόρητη, ενώ σκεφτόταν πώς θα έβρισκαν το παιδί της σε ένα τόσο σκοτεινό μέρος.

 

Μέσα στον ύπνο του το μικρό χταποδάκι σαν να άκουσε να φωνάζουν το όνομά του.

--«Μπα» είπε φωναχτά τη σκέψη του. «Κανείς δε με φωνάζει, το φαντάστηκα» κι όπως έκανε να κουνηθεί βόγκηξε από τον πόνο. Το κονσερβοκούτι ξέσκιζε το ποδαράκι του σε κάθε μικρή του κίνηση.

--«Ρούλη, Ρούλη» ξαναάκουσε.

--«Μα αυτή είναι η φωνή της μαμάς μου», μονολόγησε και αναθάρρησε.

--«Μαμά, μαμά» φώναξε με ελπίδα. «Εδώ είμαι, ελάτε, δεν μπορώ να κουνηθώ».

Οι γονείς του με δύο-τρεις απλωτές ακολουθώντας τη φωνή του βρέθηκαν πλάι του.

--«Προσέχετε, μη με ακουμπήσετε. Έχει πιαστεί το ποδαράκι μου σε ένα άδειο κονσερβοκούτι. Πονάω πολύ».

--«Μην ανησυχείς παιδί μου», είπε ο πατέρας του. «Αφού σε βρήκαμε, θα σε γλιτώσουμε από τον κίνδυνο».

--«Ησύχασε παιδί μου», είπε και η μητέρα του.

--«Θα σε ελευθερώσουμε».

Ο Ρούλης αναστέναξε φοβισμένος και ανακουφισμένος μαζί. Ο πατέρας του πολύ προσεχτικά και με επιδέξιες κινήσεις κατάφερε ύστερα από λίγη ώρα να απελευθερώσει το ποδαράκι του παιδιού του. Και οι τρεις συγκινημένοι αγκαλιάστηκαν για ώρα και έκλαιγαν ανακουφισμένοι.

--«Τώρα το κακό πέρασε» είπε κάποια στιγμή ο πατέρας του «αλλά ο κίνδυνος ήταν μεγάλος».

--«Έκανες λάθος Ρούλη μου», συμπλήρωσε η μητέρα «που πήρες αυτό το δρόμο, αλλά και οι άνθρωποι κάνουν μεγάλο λάθος που πετάνε τα σκουπίδια τους στη θάλασσα. Πότε επιτέλους θα καταλάβουν ότι δεν πρέπει να φέρονται έτσι ασυνείδητα και επιπόλαια; Σακούλες, μπουκάλια, πλαστικά κάθε είδους, σκουπίδια δεν έχουν θέση στη θάλασσα. Η θάλασσα είναι ζωή και όχι σκουπιδότοπος!».

--«Μαμά, πάντα θα σας ακούω!», είπε ο Ρούλης . «Αγαπώ και σας και εμένα και τη θάλασσα. Θέλω να κολυμπώ ελεύθερος χωρίς να φοβάμαι».

Τα τρία πλασματάκια της θάλασσας χαρούμενα αυτή τη φορά κολύμπησαν για το σπίτι τους.

Έπρεπε να ειδοποιήσουν κι όλους αυτούς που ανησυχούσαν για το μικρό χταποδάκι.

--«Η ζωή είναι ωραία!», φώναξε ο Ρούλης, το μικρό χταποδάκι.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Καλό καλοκαίρι σε όλους! Οι μαθητές και οι μαθήτριες της Στ΄ τάξης: 

Ξανθούλα, Χριστόδουλος, Δήμος, Ερτζάν, Γιάννης, Γιαμούρ, Εμιλιάνο, Νικόλας, Πάρης, Φερίτ, Κωνσταντίνος, Αϊσέ.